ἀνοίγματος

ἀνοίγματος
ἄνοιγμα
opening
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… …   Dictionary of Greek

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ακροστόμιο — Το άκρο στομίου, ανοίγματος και ειδικότερα το άκρο σωλήνα εξαγωγής ρευστού (αερίου ή υγρού). Βλ. λ. ακροφύσιο. * * * το (AM ἀκροστόμιον) νεοελλ. το άκρο ενός ανοίγματος ή στομίου μσν. το ακροφύσιον* αρχ. η άκρη τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • μοιρογνωμόνιο — Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”